αποθανών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αποθανών & αποθανόντας |
η | αποθανούσα | το | αποθανόν |
γενική | του | αποθανόντος & αποθανόντα |
της | αποθανούσας & αποθανούσης* |
του | αποθανόντος |
αιτιατική | τον | αποθανόντα | την | αποθανούσα | το | αποθανόν |
κλητική | αποθανών & αποθανόντα |
αποθανούσα | αποθανόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αποθανόντες | οι | αποθανούσες | τα | αποθανόντα |
γενική | των | αποθανόντων | των | αποθανουσών | των | αποθανόντων |
αιτιατική | τους | αποθανόντες | τις | αποθανούσες | τα | αποθανόντα |
κλητική | αποθανόντες | αποθανούσες | αποθανόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποθανών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποθανών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀποθνῄσκω < → δείτε τη λέξη θνῄσκω
- Και (ουσιαστικοποιημένο).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.θaˈnon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐θα‐νών
Μετοχή
επεξεργασίααποθανών, -ούσα, -όν
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος αποθνήσκω: ο πεθαμένος
- άλλες μορφές: αποθανόντας
- (σύμβολο) † πριν ή μετά από όνομα νεκρού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποθανών
|
Πηγές
επεξεργασία- αποθανών - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αποθανών - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας