Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ο αποθανών δεδικαίωται < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁ ἀποθανών δεδικαίωται, → δείτε τις λέξεις ο, αποθανών, αποθνήσκω, δεδικαίωται και δικαιώνομαι. Προέρχεται από φράση της Καινής Διαθήκης: «ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας»

  Έκφραση επεξεργασία

ο αποθανών δεδικαίωται

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • δεδικαίωταιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • αποθανών - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)