↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σβησμένος η σβησμένη το σβησμένο
      γενική του σβησμένου της σβησμένης του σβησμένου
    αιτιατική τον σβησμένο τη σβησμένη το σβησμένο
     κλητική σβησμένε σβησμένη σβησμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σβησμένοι οι σβησμένες τα σβησμένα
      γενική των σβησμένων των σβησμένων των σβησμένων
    αιτιατική τους σβησμένους τις σβησμένες τα σβησμένα
     κλητική σβησμένοι σβησμένες σβησμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σβησμένος < λείπει η ετυμολογία

σβησμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία