gommé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gommé | gommés |
θηλυκό | gommée | gommées |
Επίθετο
επεξεργασίαgommé (fr)
- επικαλυμμένος με κόμμι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη gommer
Δείτε επίσης : gomme |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gommé | gommés |
θηλυκό | gommée | gommées |
gommé (fr)