Ετυμολογία

επεξεργασία
morte < θηλυκό του mort

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
morte mortes

morte (fr) θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

morte (ia)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

morte (it)