συχωρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συχωρεμένος < συγχωρημένος < συγχωρέω / μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συχωρώ
Μετοχή
επεξεργασίασυχωρεμένος, -η. -ο
- που έχει συγχωρηθεί
- -Συγγνώμη μαμά. -Εντάξει, συχωρεμένος, πάρε τώρα το παγωτό σου
- (μεταφορικά) ο νεκρός
- Όλα τα άφησε στη φιλενάδα του και στη χήρα δεν άφησε τίποτα ο συχωρεμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ο νεκρός