συγχωρέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
συγχωρέω
- υποχωρώ για να χωρέσουμε, συμφωνώ, παραδέχομαι, παραχωρώ, συναινώ
- απρόσωπο συγχωρεί : είναι συμπεφωνημένο, έχει συμφωνηθεί, είναι δυνατόν
Συγγενικά επεξεργασία
- συγχώρησις,-εως
- συγχωρητέος,α,ον : πρέπει να συγχωρηθεί