Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

συχωρεμένη και συγχωρημένη (και λαϊκά σχωρεμένη)

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία