Ετυμολογία

επεξεργασία
συχωρώ < με αποβολή του γ από το συγχωρώ < αρχαία ελληνική συγχωρέω

συχωρώ

  • πιο απλή και εύκολη εκφορά του συγχωρώ, συνηθισμένη κυρίως στον προφορικό και σπάνια στο γραπτό λόγο, σε φράσεις όπως
    Ο Θεός να μας συχωρέσει το λάθος μας, Θεέ μου συχώρα με, Οταν συχωρέθηκε ο θείος σου.. (πέθανε δηλαδή και συχωρέθηκε από το Θεό)
    Συχώρα με, αλλά δεν κρατιέμαι, θα το πω,... και εκφράσεις τύπου Να με συχωρείς κυρά μου..., δηλαδή συνήθως σε φράσεις που υποδηλώνουν γενικότερη έλλειψη παιδείας ή τακτ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία