κεκοιμημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κεκοιμημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεκοιμημένος
Μετοχή
επεξεργασία
κεκοιμημένος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που έχει πεθάνει
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τεθνεώς
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κοιμάμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
κεκοιμημένος, -η, -ον
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κοιμάω / κοιμῶ