↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστασίλα οι αποστασίλες
      γενική της αποστασίλας
    αιτιατική την αποστασίλα τις αποστασίλες
     κλητική αποστασίλα αποστασίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστασίλα < αποσταίνω + -ίλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποστασίλα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία