ξαπόσταμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαπόσταμα < ξαποσταίνω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξαπόσταμα ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) (λαϊκότροπο) η ανάπαυση, η ξεκούραση μετά από εντατική δουλειά ή πολύ περπάτημα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξαπόσταμα
|