αποσταμάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσταμάρα | οι | αποσταμάρες |
γενική | της | αποσταμάρας | — | |
αιτιατική | την | αποσταμάρα | τις | αποσταμάρες |
κλητική | αποσταμάρα | αποσταμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααποσταμάρα θηλυκό
- (λογοτεχνικό) (λαϊκότροπο) το αποτέλεσμα του αποσταίνω
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κούραση
Αντώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ξεκούραση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσταμάρα
|