κομμάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κομμάρα | οι | κομμάρες |
γενική | της | κομμάρας | — | |
αιτιατική | την | κομμάρα | τις | κομμάρες |
κλητική | κομμάρα | κομμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακομμάρα θηλυκό
- (οικείο) αδυναμία, ατονία, αίσθηση υπερβολικής κόπωσης
- γιατρέ μου, έχω κομμάρες, ρίγη και πονοκέφαλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομμάρα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κομμάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας