κέρσορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κέρσορας | οι | κέρσορες |
γενική | του | κέρσορα | των | κερσόρων |
αιτιατική | τον | κέρσορα | τους | κέρσορες |
κλητική | κέρσορα | κέρσορες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κέρσορας αρσενικό
- (πληροφορική) (νεολογισμός) δρομέας. Ο κέρσορας του υπολογιστή που εμφανίζεται στην οθόνη με την μετακίνηση του ποντικιού.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κέρσορας
|