↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχιοδείκτης οι τροχιοδείκτες
      γενική του τροχιοδείκτη των τροχιοδεικτών
    αιτιατική τον τροχιοδείκτη τους τροχιοδείκτες
     κλητική τροχιοδείκτη τροχιοδείκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροχιοδείκτης < τροχι(ά) + -ο- + δείκτης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική tracer[1] [2])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροχιοδείκτης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τροχιοδείκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τροχιοδείκτηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)