τροχιοδείκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τροχιοδείκτης < τροχι(ά) + -ο- + δείκτης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική tracer[1] [2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροχιοδείκτης αρσενικό
- ειδικός μηχανισμός σε βλήματα που εκπέμπει φωτεινά σήματα ή σήματα καπνού, χαράσσοντας οπτικά την πορεία τους και διευκολύνοντας την παρακολούθηση της τροχιάς τους κατά την πτήση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ τροχιοδείκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ τροχιοδείκτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)