Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροχιοδεικτικός η τροχιοδεικτική το τροχιοδεικτικό
      γενική του τροχιοδεικτικού της τροχιοδεικτικής του τροχιοδεικτικού
    αιτιατική τον τροχιοδεικτικό την τροχιοδεικτική το τροχιοδεικτικό
     κλητική τροχιοδεικτικέ τροχιοδεικτική τροχιοδεικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροχιοδεικτικοί οι τροχιοδεικτικές τα τροχιοδεικτικά
      γενική των τροχιοδεικτικών των τροχιοδεικτικών των τροχιοδεικτικών
    αιτιατική τους τροχιοδεικτικούς τις τροχιοδεικτικές τα τροχιοδεικτικά
     κλητική τροχιοδεικτικοί τροχιοδεικτικές τροχιοδεικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροχιοδεικτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

τροχιοδεικτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία