ευρετήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευρετήριο < καθαρεύουσα εὐρετήριον < εὔρεσις + -τήριον (-τήριο)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.vɾeˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ρε‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευρετήριο ουδέτερο
- κατάλογος που αποστέλλει τον αναγνώστη στο αντίστοιχο λήμμα ενός βιβλίου, καταλόγου, κλπ.
- (ειδικότερα) αλφαβητικός κατάλογος που περιέχει λέξεις-κλειδιά ενός βιβλίου, καθώς και τις σελίδες όπου βρίσκονται
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευρετήριο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ευρετήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας