index
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
index | indexes / indices |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
index (en)
- το ευρετήριο
- (ανθρώπινο σώμα) άλλη μορφή του index finger
- (μαθηματικά) μικρός χαρακτήρας κάτω από την θέση του κανονικού και κοντά σε αυτόν (πχ. x2).
- (πληροφορική) συνήθως αριθμός που προσδιορίζει τη θέσης πληροφορίας σε αποθηκευτικό μέσο (πχ. σκληρό δίσκο, μνήμη Η/Υ) ή τη θέση στοιχείου σε μια δομή ακολουθίας στοιχείων (πχ. πίνακα)
- Δείτε επίσης: offset
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαΛατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- index < indico