Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

indico < in + dico

  Ρήμα1 επεξεργασία

indico

  1. δηλώνω, διακηρύσσω
  2. αγγέλλω, λέγω
  3. αποκαλύπτω

Κλίση 1 επεξεργασία

  Ρήμα2 επεξεργασία

indico

  1. κηρύττω
  2. δείχνω
  3. υπενθυμίζω
  4. επιβάλλω

Κλίση 2 επεξεργασία