υπενθυμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπενθυμίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαυπενθυμίζω
- θυμίζω κάτι σε κάποιον
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπενθυμίζω | υπενθύμιζα | θα υπενθυμίζω | να υπενθυμίζω | υπενθυμίζοντας | |
β' ενικ. | υπενθυμίζεις | υπενθύμιζες | θα υπενθυμίζεις | να υπενθυμίζεις | υπενθύμιζε | |
γ' ενικ. | υπενθυμίζει | υπενθύμιζε | θα υπενθυμίζει | να υπενθυμίζει | ||
α' πληθ. | υπενθυμίζουμε | υπενθυμίζαμε | θα υπενθυμίζουμε | να υπενθυμίζουμε | ||
β' πληθ. | υπενθυμίζετε | υπενθυμίζατε | θα υπενθυμίζετε | να υπενθυμίζετε | υπενθυμίζετε | |
γ' πληθ. | υπενθυμίζουν(ε) | υπενθύμιζαν υπενθυμίζαν(ε) |
θα υπενθυμίζουν(ε) | να υπενθυμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπενθύμισα | θα υπενθυμίσω | να υπενθυμίσω | υπενθυμίσει | ||
β' ενικ. | υπενθύμισες | θα υπενθυμίσεις | να υπενθυμίσεις | υπενθύμισε | ||
γ' ενικ. | υπενθύμισε | θα υπενθυμίσει | να υπενθυμίσει | |||
α' πληθ. | υπενθυμίσαμε | θα υπενθυμίσουμε | να υπενθυμίσουμε | |||
β' πληθ. | υπενθυμίσατε | θα υπενθυμίσετε | να υπενθυμίσετε | υπενθυμίστε | ||
γ' πληθ. | υπενθύμισαν υπενθυμίσαν(ε) |
θα υπενθυμίσουν(ε) | να υπενθυμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπενθυμίσει | είχα υπενθυμίσει | θα έχω υπενθυμίσει | να έχω υπενθυμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπενθυμίσει | είχες υπενθυμίσει | θα έχεις υπενθυμίσει | να έχεις υπενθυμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπενθυμίσει | είχε υπενθυμίσει | θα έχει υπενθυμίσει | να έχει υπενθυμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπενθυμίσει | είχαμε υπενθυμίσει | θα έχουμε υπενθυμίσει | να έχουμε υπενθυμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπενθυμίσει | είχατε υπενθυμίσει | θα έχετε υπενθυμίσει | να έχετε υπενθυμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπενθυμίσει | είχαν υπενθυμίσει | θα έχουν υπενθυμίσει | να έχουν υπενθυμίσει |
|