Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
offset offsets

offset (en)

  1. η εξισορρόπηση, η αντιστάθμιση, το ποσό που εξισορροπεί την επίδραση του αντίθετου
    ⮡  the offset of profits with losses - η αντιστάθμιση ανάμεσα στα κέρδη και στις ζημιές
  2. (εκτύπωση) το όφσετ
  3. η απόσταση μεταξύ μιας τιμής (π.χ. θέσης) και μιας τιμής αναφοράς (π.χ. αρχική θέση)
  4. (προγραμματισμός) σε μονοδιάστατο πίνακα ένας ακέραιος που δείχνει την απόσταση ενός στοιχείου του από την αρχή του πίνακα
  5. (πληροφορική) ακέραιος που εκφράζει τη διαφορά μεταξύ μιας διεύθυνσης μνήμης και μιας άλλης διεύθυνσης που λαμβάνεται σαν αρχή μέτρησης
    δείτε επίσης: Offset (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενεστώτας offset
γ΄ ενικό ενεστώτα offsets
αόριστος offset, offsetted
παθητική μετοχή offset, offsetted
ενεργητική μετοχή offsetting

offset (en)

  • αντισταθμίζω, η αντιστάθμιση
    ⮡  The profits on shoes will offset the loss on bags.
    Τα κέρδη από τα παπούτσια θ' αντισταθμίσουν τη ζημία από τις τσάντες.
    ⮡  offsetting the weight with the counterweight - η αντιστάθμιση του βάρους με το αντίβαρο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

offset (fr) αρσενικό