εξισορρόπηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξισορρόπηση | οι | εξισορροπήσεις |
γενική | της | εξισορρόπησης* | των | εξισορροπήσεων |
αιτιατική | την | εξισορρόπηση | τις | εξισορροπήσεις |
κλητική | εξισορρόπηση | εξισορροπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξισορροπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξισορρόπηση < εξισορροπώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξισορρόπηση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξισορρόπηση