counterbalance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
counterbalance | counterbalances |
counterbalance (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | counterbalance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | counterbalances |
αόριστος | counterbalanced |
παθητική μετοχή | counterbalanced |
ενεργητική μετοχή | counterbalancing |
counterbalance (en)