index finger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
index finger | index fingers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαindex finger (en)
- (ανθρώπινο σώμα) o δείκτης (το δάχτυλο)
ενικός | πληθυντικός |
index finger | index fingers |
index finger (en)