finger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
finger | fingers |
finger (en)
- (ανθρώπινο σώμα) το δάχτυλο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασία
Αγγλοσαξονικά (ang)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfinger (ang)
- το δάχτυλο
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfinger (da)
- το δάχτυλο
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfinger (no)
- το δάχτυλο
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfinger (sv)
- το δάχτυλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfinger (fy)
- το δάχτυλο