λέξη κλειδί
(Ανακατεύθυνση από λέξη-κλειδί)
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
λέξη κλειδί και λέξη-κλειδί
- (πληροφορική) το κλειδί που χρησιμοποιείται σε αλγόριθμους κρυπτογράφησης ή αποκρυπτογράφησης
- (προγραμματισμός) λέξη που χρησιμοποιείται για ειδικό σκοπό σε γλώσσες προγραμματισμού (πχ. στο συντακτικό, στις εντολές). Ο όρος σε μερικές γλώσσες προγραμματισμού συμπίπτει με την δεσμευμένη λέξη (reserved word) (πχ. C, Python) και σε άλλες (όπως στη Java) είναι υποσύνολο της
- ≈ συνώνυμα: δεσμευμένη λέξη (πχ. στις γλώσσες προγραμματισμού C, Python)
- υπερώνυμα: αναγνωριστικό (identifier), δεσμευμένη λέξη (πχ. στη γλώσσα προγραμματισμού Java)