ημεροδείκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.me.ɾoˈði.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐με‐ρο‐δεί‐κης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαημεροδείκτης αρσενικό
- ημερολόγιο που έχει τόσες σελίδες όσες και οι μέρες του έτους και σε κάθε σελίδα δίνονται πληροφορίες για την αντίστοιχη μέρα
- (κατ’ επέκταση) ηλεκτρονικό ημερολόγιο με την ίδια οργάνωση
- (γενικότερα) κάθε ημερολόγιο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ημεροδείκτης