Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημερο- < ημέρα (: νερό)

  Πρόθημα επεξεργασία

ημερο- ή ημερό-

α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β΄ συνθετικό:
  1. σχετίζεται με την ημέρα
  2. γίνεται στη διάρκεια της ημέρας

Σύνθετα επεξεργασία