μαραθώνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
επίσης ισχύουν επεξεργασία
- γενική ενικού, αρσενικό: του μαραθωνίου
- γενικές πληθυντικού: των μαραθωνίων
- αιτιατική πληθυντικού, αρσενικό: τους μαραθωνίους
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαραθώνιος < (ελληνιστική κοινή) Μαραθώνιος < αρχαία ελληνική Μαραθών < μάραθον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.ɾaˈθo.ni.os/
Επίθετο επεξεργασία
μαραθώνιος, -α, -ο
- που έχει σχέση με τον Μαραθώνα ή αναφέρεται σ' αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) μαραθώνιος
- (αθλητισμός) αγώνας δρόμου έκτασης 42.195 μέτρων
- (μεταφορικά) μακροχρόνιος (και σημαντικός)
Συγγενικά επεξεργασία
- μαραθωνοδρόμος
- υπερμαραθωνοδρόμος
- → δείτε τη λέξη Μαραθώνας