↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υπερμαραθωνοδρόμος οι υπερμαραθωνοδρόμοι
      γενική του/της υπερμαραθωνοδρόμου των υπερμαραθωνοδρόμων
    αιτιατική τον/την υπερμαραθωνοδρόμο τους/τις υπερμαραθωνοδρόμους
     κλητική υπερμαραθωνοδρόμε υπερμαραθωνοδρόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερμαραθωνοδρόμος < υπερ- + μαραθωνοδρόμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερμαραθωνοδρόμος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία