Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υπερμαραθωνοδρόμος οι υπερμαραθωνοδρόμοι
      γενική του/της υπερμαραθωνοδρόμου των υπερμαραθωνοδρόμων
    αιτιατική τον/την υπερμαραθωνοδρόμο τους/τις υπερμαραθωνοδρόμους
     κλητική υπερμαραθωνοδρόμε υπερμαραθωνοδρόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερμαραθωνοδρόμος < υπερ- + μαραθωνοδρόμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερμαραθωνοδρόμος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία