υπερμαραθωνοδρόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερμαραθωνοδρόμος < υπερ- + μαραθωνοδρόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερμαραθωνοδρόμος αρσενικό ή θηλυκό
- που τρέχει αποστάσεις πολύ μεγαλύτερες από τον μαραθώνιο (υπεραποστάσεις) ή τρέχει πολλές φορές τον μαραθώνιο δρόμο σε μικρό χρονικό διάστημα
- ※ Ο υπερμαραθωνοδρόμος ελληνικής καταγωγής Κωνσταντίνος Καρνάζης γνωστός ως Dean Karnazes αποκάλυψε με ανάρτησή του στα social media ότι δέχτηκε επίθεση από κογιότ. (…) «Ήταν λίγο βάναυσο. Δεν είμαι σίγουρος τι θα κάνω. Υποθέτω ότι πρέπει να συνεχίσω, αλλιώς μάλλον θα επιστρέψει», λέει ο πιο διάσημος δρομέας υπεραποστάσεων του κόσμου, που έχει τρέξει σε ολόκληρο τον πλανήτη. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερμαραθωνοδρόμος
|