Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαραθωνοδρόμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
μαραθωνοδρόμ
ος
οι
μαραθωνοδρόμ
οι
γενική
του
/
της
μαραθωνοδρόμ
ου
των
μαραθωνοδρόμ
ων
αιτιατική
τον
/
τη
μαραθωνοδρόμ
ο
τους
/
τις
μαραθωνοδρόμ
ους
κλητική
μαραθωνοδρόμ
ε
μαραθωνοδρόμ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαραθωνοδρόμος
<
μαραθώνιος
+
-ο-
+
-δρόμος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαραθωνοδρόμος
αρσενικό ή θηλυκό
δρομέας
που τρέχει στον
μαραθώνιο
Συγγενικά
επεξεργασία
υπερμαραθωνοδρόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαραθωνοδρόμος
γαλλικά
:
marathonien
(fr)
πολωνικά
:
maratończyk
(pl)
,
maratonka
(pl)