marathonien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.ʁa.tɔ.njɛ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | marathonien | marathoniens |
θηλυκό | marathonienne | marathoniennes |
marathonien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | marathonien | marathoniens |
θηλυκό | marathonienne | marathoniennes |
marathonien (fr)