Δείτε επίσης: Marathon

  Επίθετο

επεξεργασία

marathon (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • μαραθώνιος, που διαρκεί πολύ και απαιτεί πολλή προσπάθεια, συγκέντρωση κτλ.
    ⮡  It was a marathon legal battle.
    Ήταν μια μαραθώνια νομική μάχη.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
marathon marathons

marathon (en)

  1. ο μαραθώνιος, ο μαραθώνιος δρόμος
    ⮡  How many kilometers do athletes run in a marathon?
    Πόσα χιλιόμετρα τρέχουν οι αθλητές σε έναν μαραθώνιο.
    ⮡  I am running (in) the marathon.
    Τρέχω στον μαραθώνιο.
  2. ο μαραθώνιος, μια δραστηριότητα ή ένα έργο που διαρκεί πολύ
    ⮡  a TV marathon - τηλεοπτικός μαραθώνιος

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • marathon στην αγγλική Βικιπαίδεια  



      ενικός         πληθυντικός  
marathon marathons

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

marathon (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία