Μαραθώνιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | |||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
Μᾰρᾰτωνιο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | Μαραθώνιος | ἡ | Μαραθωνίᾱ | τὸ | Μαραθώνιον | |
γενική | τοῦ | Μαραθωνίου | τῆς | Μαραθωνίᾱς | τοῦ | Μαραθωνίου | |
δοτική | τῷ | Μαραθωνίῳ | τῇ | Μαραθωνίᾳ | τῷ | Μαραθωνίῳ | |
αιτιατική | τὸν | Μαραθώνιον | τὴν | Μαραθωνίᾱν | τὸ | Μαραθώνιον | |
κλητική ὦ! | Μαραθώνιε | Μαραθωνίᾱ | Μαραθώνιον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | Μαραθώνιοι | αἱ | Μαραθώνιαι | τὰ | Μαραθώνιᾰ | |
γενική | τῶν | Μαραθωνίων | τῶν | Μαραθωνίων | τῶν | Μαραθωνίων | |
δοτική | τοῖς | Μαραθωνίοις | ταῖς | Μαραθωνίαις | τοῖς | Μαραθωνίοις | |
αιτιατική | τοὺς | Μαραθωνίους | τὰς | Μαραθωνίᾱς | τὰ | Μαραθώνιᾰ | |
κλητική ὦ! | Μαραθώνιοι | Μαραθώνιαι | Μαραθώνιᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μαραθωνίω | τὼ | Μαραθωνίᾱ | τὼ | Μαραθωνίω | |
γεν-δοτ | τοῖν | Μαραθωνίοιν | τοῖν | Μαραθωνίαιν | τοῖν | Μαραθωνίοιν | |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μαραθώνιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική Μαραθών + -ιος < μάραθον
Επίθετο
επεξεργασίαΜαραθώνιος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) μαραθώνιος, που έχει σχέση με τον Μαραθώνα
Παράγωγα
επεξεργασία- Μαραθώνια (ουδέτερο πληθυντικός)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Μαραθών
Πηγές
επεξεργασία- Μαραθώνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.