Δείτε επίσης: μαραθώνιος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
Μᾰρᾰτωνιο-
ονομαστική Μαραθώνιος Μαραθωνί τὸ Μαραθώνιον
      γενική τοῦ Μαραθωνίου τῆς Μαραθωνίᾱς τοῦ Μαραθωνίου
      δοτική τῷ Μαραθωνί τῇ Μαραθωνί τῷ Μαραθωνί
    αιτιατική τὸν Μαραθώνιον τὴν Μαραθωνίᾱν τὸ Μαραθώνιον
     κλητική ! Μαραθώνιε Μαραθωνί Μαραθώνιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Μαραθώνιοι αἱ Μαραθώνιαι τὰ Μαραθώνι
      γενική τῶν Μαραθωνίων τῶν Μαραθωνίων τῶν Μαραθωνίων
      δοτική τοῖς Μαραθωνίοις ταῖς Μαραθωνίαις τοῖς Μαραθωνίοις
    αιτιατική τοὺς Μαραθωνίους τὰς Μαραθωνίᾱς τὰ Μαραθώνι
     κλητική ! Μαραθώνιοι Μαραθώνιαι Μαραθώνι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Μαραθωνίω τὼ Μαραθωνί τὼ Μαραθωνίω
      γεν-δοτ τοῖν Μαραθωνίοιν τοῖν Μαραθωνίαιν τοῖν Μαραθωνίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μαραθώνιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική Μαραθών + -ιος < μάραθον

  Επίθετο

επεξεργασία

Μαραθώνιος, -α, -ον

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία