espouse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | espouse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | espouses |
αόριστος | espoused |
παθητική μετοχή | espoused |
ενεργητική μετοχή | espousing |
Ρήμα
επεξεργασίαespouse (en)
ενεστώτας | espouse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | espouses |
αόριστος | espoused |
παθητική μετοχή | espoused |
ενεργητική μετοχή | espousing |
espouse (en)