νυμφεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νυμφεύω < αρχαία ελληνική νυμφεύω < νύμφη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /nimˈfe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νυμ‐φεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίανυμφεύω (παθητική φωνή: νυμφεύομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη νύφη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νυμφεύω | νύμφευα | θα νυμφεύω | να νυμφεύω | νυμφεύοντας | |
β' ενικ. | νυμφεύεις | νύμφευες | θα νυμφεύεις | να νυμφεύεις | νύμφευε | |
γ' ενικ. | νυμφεύει | νύμφευε | θα νυμφεύει | να νυμφεύει | ||
α' πληθ. | νυμφεύουμε | νυμφεύαμε | θα νυμφεύουμε | να νυμφεύουμε | ||
β' πληθ. | νυμφεύετε | νυμφεύατε | θα νυμφεύετε | να νυμφεύετε | νυμφεύετε | |
γ' πληθ. | νυμφεύουν(ε) | νύμφευαν νυμφεύαν(ε) |
θα νυμφεύουν(ε) | να νυμφεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νύμφευσα | θα νυμφεύσω | να νυμφεύσω | νυμφεύσει | ||
β' ενικ. | νύμφευσες | θα νυμφεύσεις | να νυμφεύσεις | νύμφευσε | ||
γ' ενικ. | νύμφευσε | θα νυμφεύσει | να νυμφεύσει | |||
α' πληθ. | νυμφεύσαμε | θα νυμφεύσουμε | να νυμφεύσουμε | |||
β' πληθ. | νυμφεύσατε | θα νυμφεύσετε | να νυμφεύσετε | νυμφεύστε | ||
γ' πληθ. | νύμφευσαν νυμφεύσαν(ε) |
θα νυμφεύσουν(ε) | να νυμφεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νυμφεύσει | είχα νυμφεύσει | θα έχω νυμφεύσει | να έχω νυμφεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις νυμφεύσει | είχες νυμφεύσει | θα έχεις νυμφεύσει | να έχεις νυμφεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει νυμφεύσει | είχε νυμφεύσει | θα έχει νυμφεύσει | να έχει νυμφεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε νυμφεύσει | είχαμε νυμφεύσει | θα έχουμε νυμφεύσει | να έχουμε νυμφεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε νυμφεύσει | είχατε νυμφεύσει | θα έχετε νυμφεύσει | να έχετε νυμφεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν νυμφεύσει | είχαν νυμφεύσει | θα έχουν νυμφεύσει | να έχουν νυμφεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία νυμφεύω
|