Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απάντρευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απάντρευτ
ος
η
απάντρευτ
η
το
απάντρευτ
ο
γενική
του
απάντρευτ
ου
της
απάντρευτ
ης
του
απάντρευτ
ου
αιτιατική
τον
απάντρευτ
ο
την
απάντρευτ
η
το
απάντρευτ
ο
κλητική
απάντρευτ
ε
απάντρευτ
η
απάντρευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απάντρευτ
οι
οι
απάντρευτ
ες
τα
απάντρευτ
α
γενική
των
απάντρευτ
ων
των
απάντρευτ
ων
των
απάντρευτ
ων
αιτιατική
τους
απάντρευτ
ους
τις
απάντρευτ
ες
τα
απάντρευτ
α
κλητική
απάντρευτ
οι
απάντρευτ
ες
απάντρευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απάντρευτος
<
α-
+
παντρεύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
απάντρευτος, -η, -ο
ο
ανύπαντρος
Συνώνυμα
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ανύπαντρος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
παντρεύω
και
άνδρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απάντρευτος
→
δείτε
τη λέξη
ανύπαντρος