συζευγνύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συζευγνύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συζευγνύω
Ρήμα
επεξεργασίασυζευγνύομαι
- (κυριολεκτικά) συνδέομαι από δυο πράγματα
- (μεταφορικά) παντρεύομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συζευγνύομαι | συζευγνυόμουν(α) | θα συζευγνύομαι | να συζευγνύομαι | ||
β' ενικ. | συζευγνύεσαι | συζευγνυόσουν(α) | θα συζευγνύεσαι | να συζευγνύεσαι | συζευγνύου | |
γ' ενικ. | συζευγνύεται | συζευγνυόταν(ε) | θα συζευγνύεται | να συζευγνύεται | ||
α' πληθ. | συζευγνυόμαστε | συζευγνυόμαστε συζευγνυόμασταν |
θα συζευγνυόμαστε | να συζευγνυόμαστε | ||
β' πληθ. | συζευγνύεστε | συζευγνυόσαστε συζευγνυόσασταν |
θα συζευγνύεστε | να συζευγνύεστε | συζευγνύεστε | |
γ' πληθ. | συζευγνύονται | συζευγνύονταν συζευγνυόντουσαν |
θα συζευγνύονται | να συζευγνύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συζεύχθηκα | θα συζευχθώ | να συζευχθώ | συζευχθεί | ||
β' ενικ. | συζεύχθηκες | θα συζευχθείς | να συζευχθείς | |||
γ' ενικ. | συζεύχθηκε | θα συζευχθεί | να συζευχθεί | |||
α' πληθ. | συζευχθήκαμε | θα συζευχθούμε | να συζευχθούμε | |||
β' πληθ. | συζευχθήκατε | θα συζευχθείτε | να συζευχθείτε | συζευχθείτε | ||
γ' πληθ. | συζεύχθηκαν συζευχθήκαν(ε) |
θα συζευχθούν(ε) | να συζευχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συζευχθεί | είχα συζευχθεί | θα έχω συζευχθεί | να έχω συζευχθεί | συζευγμένος | |
β' ενικ. | έχεις συζευχθεί | είχες συζευχθεί | θα έχεις συζευχθεί | να έχεις συζευχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συζευχθεί | είχε συζευχθεί | θα έχει συζευχθεί | να έχει συζευχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συζευχθεί | είχαμε συζευχθεί | θα έχουμε συζευχθεί | να έχουμε συζευχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συζευχθεί | είχατε συζευχθεί | θα έχετε συζευχθεί | να έχετε συζευχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συζευχθεί | είχαν συζευχθεί | θα έχουν συζευχθεί | να έχουν συζευχθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συζευγνύομαι
|