Ετυμολογία

επεξεργασία
συζευγνύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συζευγνύω

συζευγνύομαι

  1. (κυριολεκτικά) συνδέομαι από δυο πράγματα
  2. (μεταφορικά) παντρεύομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία