↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνενωμένος η συνενωμένη το συνενωμένο
      γενική του συνενωμένου της συνενωμένης του συνενωμένου
    αιτιατική τον συνενωμένο τη συνενωμένη το συνενωμένο
     κλητική συνενωμένε συνενωμένη συνενωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνενωμένοι οι συνενωμένες τα συνενωμένα
      γενική των συνενωμένων των συνενωμένων των συνενωμένων
    αιτιατική τους συνενωμένους τις συνενωμένες τα συνενωμένα
     κλητική συνενωμένοι συνενωμένες συνενωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνενωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου συνενώνω

συνενωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία