Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
solder
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ρήμα
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Προφορά
2.2
Ρήμα
2.2.1
Συγγενικά
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
A spool of
solder
(1)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
solder
solders
solder
(en)
το
καλάι
(υλικό συγκόλλησης), η
κόλλα
μετάλλων
η
κόλληση
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
solder
γ΄
ενικό
ενεστώτα
solders
αόριστος
soldered
παθητική μετοχή
soldered
ενεργητική
μετοχή
soldering
solder
(en)
κολλάω
με
καλάι
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
?
/
Ρήμα
επεξεργασία
solder
(fr)
εξοφλώ
πουλώ
με
έκπτωση
Συγγενικά
επεξεργασία
solde