Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγκολλημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συγκολλημέν
ος
η
συγκολλημέν
η
το
συγκολλημέν
ο
γενική
του
συγκολλημέν
ου
της
συγκολλημέν
ης
του
συγκολλημέν
ου
αιτιατική
τον
συγκολλημέν
ο
τη
συγκολλημέν
η
το
συγκολλημέν
ο
κλητική
συγκολλημέν
ε
συγκολλημέν
η
συγκολλημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συγκολλημέν
οι
οι
συγκολλημέν
ες
τα
συγκολλημέν
α
γενική
των
συγκολλημέν
ων
των
συγκολλημέν
ων
των
συγκολλημέν
ων
αιτιατική
τους
συγκολλημέν
ους
τις
συγκολλημέν
ες
τα
συγκολλημέν
α
κλητική
συγκολλημέν
οι
συγκολλημέν
ες
συγκολλημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συγκολλημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
συγκολλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγκολλημένος