συσσωμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συσσωμάτωση | οι | συσσωματώσεις |
γενική | της | συσσωμάτωσης* | των | συσσωματώσεων |
αιτιατική | τη | συσσωμάτωση | τις | συσσωματώσεις |
κλητική | συσσωμάτωση | συσσωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συσσωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συσσωμάτωση < συσσωματώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incorporation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυσσωμάτωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συσσωματώνω, η συνένωση δύο ή περισσότερων (ετερόκλιτων) σωμάτων σ’ ένα ενιαίο σύνολο
- (ειδικότερα, κοινωνιολογία) σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, στόχους κ.λπ.
- (ειδικότερα, τεχνολογία) τεχνική ύφανσης με ανάμειξη και συνένωση ετερόκλιτων υλικών με συμπίεση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συσσωματώνω και σώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία συσσωμάτωση
|
Πηγές
επεξεργασία- συσσωμάτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συσσωμάτωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συσσωμάτωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)