↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συσσωμάτωση οι συσσωματώσεις
      γενική της συσσωμάτωσης* των συσσωματώσεων
    αιτιατική τη συσσωμάτωση τις συσσωματώσεις
     κλητική συσσωμάτωση συσσωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συσσωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συσσωμάτωση < συσσωματώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incorporation)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συσσωμάτωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συσσωματώνω, η συνένωση δύο ή περισσότερων (ετερόκλιτων) σωμάτων σ’ ένα ενιαίο σύνολο
  2. (ειδικότερα, κοινωνιολογία) σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, στόχους κ.λπ.
  3. (ειδικότερα, τεχνολογία) τεχνική ύφανσης με ανάμειξη και συνένωση ετερόκλιτων υλικών με συμπίεση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία