Ετυμολογία

επεξεργασία
συσσωματώνω < συ- + σώμα + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incorporer)

συσσωματώνω (παθητική φωνή: συσσωματώνομαι)

  1. συνενώνω δύο ή περισσότερα (ετερόκλιτα) σώματα σ’ ένα ενιαίο σύνολο
  2. (ειδικότερα, κοινωνιολογία) δημιουργώ σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, στόχους κ.λπ.
  3. (ειδικότερα, τεχνολογία) χρησιμοποιώ τεχνική ύφανσης με ανάμειξη και συνένωση ετερόκλιτων υλικών με συμπίεση

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία