συσσωματώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συσσωματώνω < συ- + σώμα + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incorporer)
Ρήμα
επεξεργασίασυσσωματώνω (παθητική φωνή: συσσωματώνομαι)
- συνενώνω δύο ή περισσότερα (ετερόκλιτα) σώματα σ’ ένα ενιαίο σύνολο
- (ειδικότερα, κοινωνιολογία) δημιουργώ σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, στόχους κ.λπ.
- (ειδικότερα, τεχνολογία) χρησιμοποιώ τεχνική ύφανσης με ανάμειξη και συνένωση ετερόκλιτων υλικών με συμπίεση
Συγγενικά
επεξεργασία- συσσωματικός
- συσσώματος
- συσσωμάτωμα
- συσσωμάτωση
- → δείτε τις λέξεις συν και σώμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συσσωματώνω | συσσωμάτωνα | θα συσσωματώνω | να συσσωματώνω | συσσωματώνοντας | |
β' ενικ. | συσσωματώνεις | συσσωμάτωνες | θα συσσωματώνεις | να συσσωματώνεις | συσσωμάτωνε | |
γ' ενικ. | συσσωματώνει | συσσωμάτωνε | θα συσσωματώνει | να συσσωματώνει | ||
α' πληθ. | συσσωματώνουμε | συσσωματώναμε | θα συσσωματώνουμε | να συσσωματώνουμε | ||
β' πληθ. | συσσωματώνετε | συσσωματώνατε | θα συσσωματώνετε | να συσσωματώνετε | συσσωματώνετε | |
γ' πληθ. | συσσωματώνουν(ε) | συσσωμάτωναν συσσωματώναν(ε) |
θα συσσωματώνουν(ε) | να συσσωματώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συσσωμάτωσα | θα συσσωματώσω | να συσσωματώσω | συσσωματώσει | ||
β' ενικ. | συσσωμάτωσες | θα συσσωματώσεις | να συσσωματώσεις | συσσωμάτωσε | ||
γ' ενικ. | συσσωμάτωσε | θα συσσωματώσει | να συσσωματώσει | |||
α' πληθ. | συσσωματώσαμε | θα συσσωματώσουμε | να συσσωματώσουμε | |||
β' πληθ. | συσσωματώσατε | θα συσσωματώσετε | να συσσωματώσετε | συσσωματώστε | ||
γ' πληθ. | συσσωμάτωσαν συσσωματώσαν(ε) |
θα συσσωματώσουν(ε) | να συσσωματώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συσσωματώσει | είχα συσσωματώσει | θα έχω συσσωματώσει | να έχω συσσωματώσει | ||
β' ενικ. | έχεις συσσωματώσει | είχες συσσωματώσει | θα έχεις συσσωματώσει | να έχεις συσσωματώσει | ||
γ' ενικ. | έχει συσσωματώσει | είχε συσσωματώσει | θα έχει συσσωματώσει | να έχει συσσωματώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συσσωματώσει | είχαμε συσσωματώσει | θα έχουμε συσσωματώσει | να έχουμε συσσωματώσει | ||
β' πληθ. | έχετε συσσωματώσει | είχατε συσσωματώσει | θα έχετε συσσωματώσει | να έχετε συσσωματώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συσσωματώσει | είχαν συσσωματώσει | θα έχουν συσσωματώσει | να έχουν συσσωματώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συσσωματώνω
Πηγές
επεξεργασία- συσσωματώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συσσωματώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συσσωματώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)