↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συσσώματος η συσσώματη το συσσώματο
      γενική του συσσώματου της συσσώματης του συσσώματου
    αιτιατική τον συσσώματο τη συσσώματη το συσσώματο
     κλητική συσσώματε συσσώματη συσσώματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συσσώματοι οι συσσώματες τα συσσώματα
      γενική των συσσώματων των συσσώματων των συσσώματων
    αιτιατική τους συσσώματους τις συσσώματες τα συσσώματα
     κλητική συσσώματοι συσσώματες συσσώματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συσσώματος < ελληνιστική κοινή συσσώματος[1] < αρχαία ελληνική σύν + σῶμα

  Επίθετο

επεξεργασία

συσσώματος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • συσσώματος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συσσώματος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.