Ουσιαστικό

επεξεργασία

armonia (es) πληθυντικός: armonías

Συγγενικά

επεξεργασία
  • armonio
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)




      ενικός         πληθυντικός  
armonia armonie

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

armonia (it) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • armonium
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)