armonio
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
armonio (es) αρσενικό
- (μουσικό όργανο) το αρμόνιο
Πηγές επεξεργασία
- armonio - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014