→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἅρμων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (συνδέω) [1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἅρμων, -ονος αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «αρμονία» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.