Δείτε επίσης: τρως

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Τρω-
ονομαστική Τρώς οἱ Τρῶες
      γενική τοῦ Τρωός τῶν Τρώων
      δοτική τῷ Τρωΐ τοῖς Τρωσῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν Τρῶ τοὺς Τρώᾰς
     κλητική ! Τρώς Τρῶες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Τρῶε
γεν-δοτ τοῖν  Τρώοιν
Εξαίρεση στον τονισμό γενικής πληθυντικού. όπως το μονοσύλλαβα με εξαιρέσεις.
3η κλίση, Κατηγορία 'Τρώς' όπως «Τρώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τρώς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Τρώς αρσενικό (θηλυκό Τρῳάς)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Τροία / Τρωΐα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τρώς αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) ο θεμελιωτής της Τροίας

  Πηγές επεξεργασία