τρως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίατρως
- β' ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος τρώω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος τρώω
- θα τρως: β' ενικό εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος τρώω